Σβυσμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μέσ’ στη χώρα!...- Κ.Παλαμάς (Η φλογέρα του Βασιλιά)

Διαβάστε το άρθρο όπως δημοσιεύθηκε στο Ασφαλιστικό ΝΑΙ, τεύχος 156, Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2015

Σβυσμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μέσ’ στη χώρα!...- Κ.Παλαμάς (Η φλογέρα του Βασιλιά)

Σβυσμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μέσ’ στη χώρα!...- Κ.Παλαμάς (Η φλογέρα του Βασιλιά)

Σβυσμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μέσ’ στη χώρα!...- Κ.Παλαμάς (Η φλογέρα του Βασιλιά)

Σβυσμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μέσ’ στη χώρα!...- Κ.Παλαμάς (Η φλογέρα του Βασιλιά)

 

Το θέμα σε κείμενο

Γράφει ο Ευάγγελος Γ. Σπύρου, εκδότης του «Ασφαλιστικού ΝΑΙ»

Μέρες ταπείνωσης, ώρες οργής και λύπης, χρόνια πόνου και θυμού και ξεπεσμού εθνικού περνά η Ελλάδα μας, πολλά χρόνια τώρα και η ψυχή μου γεμάτη πίκρα και θαλερά δάκρυα ψάχνει τη φωνή που μπορεί να ζωντανέψει ελπίδες που θα ξυπνήσουν τα εθνικά μας ιδανικά, τις ελληνικές μας αξίες και θα αναζωογονήσουν ένα βαριά εξαντλημένο και πολύ κουρασμένο λαό.

Η ζωή και το έργο του ποιητή Κωστή Παλαμά ίσως είναι η ηγετική εκείνη φωνή που μπορεί να δώσει καταφύγιο και κάστρο νέων αγώνων σε ατομικό ή εθνικό επίπεδο. Άλλωστε έγραψε ο ίδιος ότι «τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ανθίζουν και ζούνε στο σπίτι καθενός, ο ποιητής τους χτίζει παλάτια. Τα μεγάλα εθνικά ιδανικά όταν ξεπέφτουν και ο καθένας τα διώχνει από το σπίτι του, ο ποιητής τα παίρνει στο καλύβι του και άσυλο τους δίνει»!

Είναι εύκολο να βρεθούν τα ποιήματά του και το έργο του σε πολλές εκδόσεις και βιβλία, αλλά και στο Διαδίκτυο. O ποιητής έχει πολλά να πει στον σύγχρονο Έλληνα και τη νέα γενιά. Άλλωστε ΕΖΗΣΕ καλά την ιδιαιτερότητα της σύγχρονης Ελλάδας γεννημένος το 1895 και πεθαίνοντας Φλεβάρη 1943, μέσα στη γερμανική κατοχή.

Ο θάνατός του, που θρήνησε ένας ολόκληρος λαός, ήταν μια κορυφαία στιγμή αντίστασης και διαμαρτυρίας στη φασιστική κατοχή του ελληνικού λαού, εθνικής σημασίας. Μέσα από τα ποιήματά του και το έργο του
έβγαλε το πνεύμα της εξόδου του Μεσολογγίου, πολέμησε την υποκρισία του αφυδατωμένου λογιωτατισμού, προφήτευσε το όραμα του νέου Ελληνισμού χωρίς να αποκοπεί από το παρελθόν, υποστήριξε τη δημοτική γλώσσα και παράδοση, αγωνίσθηκε να λυτρωθεί ο Έλληνας από τις εθνικές ταπεινώσεις του 1897, 1922 και 1941-43, πολέμησε την πολιτική κατάπτωση…

Γράφτηκε στη Νομική Αθηνών, έζησε δημοσιογραφώντας σε εφημερίδες και περιοδικά, βραβεύθηκε πολλές φορές, έγινε γραμματέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αναγνωρίστηκε ως μέλος της πρώτης Ακαδημίας, υπήρξε
μεταφραστής ξένων,αλλά και του ίδιου μετέφρασαν έργα από το 1897! Τιμήθηκε με βραβείο Γκαίτε το 1933 και με το Χρυσό Σταυρό Γαλλίας. Από το 1930 ήταν συνεχώς υποψήφιος για Νόμπελ.

Η «φλογέρα του Βασιλιά» ( 1910) ήταν ένα μεγαλειώδες έργο-απάντηση στην ατμόσφαιρα ταπείνωσης του 1877, η εποχή εκείνη μοιάζει με τη σημερινή, γι' αυτό επέλεξα σε αυτό το ΝΑΙ να μοιραστώ τα νοήματα και τα μηνύματά της.

Έχουμε ανάγκη ν' ανάψουν οι πλάστρες φωτιές μέσα στη χώρα, στις τοπικές κοινωνίες, σε πόλεις και χωριά, στα σχολεία, στις οικογένειες, στις δουλειές μας, στις σχέσεις μας, στα σπίτια μας, στους ναούς, στα κόμματα, στους γάμους και τους έρωτες των νέων, στα όνειρα και τη φαντασία μιας Ελλάδας που τα παιδιά της την εγκαταλείπουν, τα χωράφια μένουν χέρσα, οι καρποί στα δέντρα σαπίζουν
και τα πανεπιστήμια στέκουν «βρωμισμένα» με ιδέες ξενόφερτες! Οι ασφαλιστές μας, με θετική στάση, ας επαναλάβουν νέες ελπίδες!

Η «φλογέρα του Βασιλιά» ας ξανακουστεί με το τραγούδι των Ηρώων μας που ξεχάστηκαν απορημένοι στον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα, στις Θερμοπύλες και τη Μακεδονία, στο έπος του '40 και την Εθνική Αντίσταση! Η πνοή η μεγαλοδύναμη θα φυσήξει, άργησε!

Διαβάστε τι λέει ο Παλαμάς:

Σβυσμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μέσ' στη Χώρα.

Στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ' αργαστήρι, παντού, στο κάστρο, στην καρδιά, τ' αποκαΐδια, οι στάχτες.

Πάει κι ο ψωμάς, πάει κι ο χαλκιάς, πάει κ' η γυναίκα, πάνε τα παλληκάρια, οι λειτουργοί,
και του ρυθμού οι τεχνίτες, του Λόγου και οι προφήτες.

Τα χέρια είναι παράλυτα, και τα σφυριά παρμένα και δε σφυροκοπά κανείς τ' άρματα και τ' αλέτρια, κ' η φούχτα κάποιου ζυμωτή λίγο σιτάρι αν κλείση, δεν βρίσκει την πυρή ψυχή ψωμί για να το κάμη.

Κι απο κατάκρυα χόβολη μεστή η γωνιά, κι ακόμα και πιο πολύ απο τη γωνιά που του σπιτιού η καρδιά είναι, κακοκατάντησε η καρδιά του ανθρώπου. Κρίμα. Κρίμα.

Σκοτεινό ρέπιο κ' η εκκλησιά, και δίχως πολεμήστρες το κάστρο, και χορτάριασε κ' έγινε βοσκοτόπι.

Κι ο μέγας Έρωτας μακριά, και είν' άβουλος ο άντρας κι άπραχτος, και στο πλάι του χαμοσυρτή η γυναίκα κυρά της έχει τη σκλαβιά και δούλο της το ψέμα.

Σβυσμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μέσ' στη Χώρα.

Τραγούδι των ηρώων! Εμπρός, τραγούδι των ηρώων!

Απάνου από τ' απόσταχτα, άναψε, ω φλόγα, λάμψε.

Κανένα χέρι δε θα διής απάνου σου ν' απλώση, να θρέψη σε, να ζεσταθή, να πάρη απ' το θυμό σου, να σπείρη σε στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι, να σε φωλιάση στην καρδιά, στο κάστρο, στ' αργαστήρι.

Φλόγα, εσύ τότε αβοήθητη κ' έρμη εσύ φλόγα, κρύψου, και κάμε τη μνημούρι σου τη στάχτη, και μη σβύσης!

Γιατι θα' ρθή κάποιος καιρός,
και κάποια αυγή θα φέξη,
και θα φυσήξη μια πνοή μεγαλοδύναμη·
άκου!

Απο ποιο στόμα ή από ποιο χάος θα χυθή;

Δεν ξέρω.

Μπορεί από την ανατολή, μπορεί κι από τη δύση, ποιος ξέρει μην απ' το βοριά, μην απ' τα μεσημέρια· τάχα θα βγη απ' τα τάρταρα, για θα ριχτή από τ' άστρα;

Δεν ξέρω· ξέρω πως θα' ρθή, και με το πέρασμά της, μέγα και θείο και μυστικό κι αξήγητο, θα σκύψουν οι κορφές όλες, οι φωτιές θα ξαναδώσουν όλες.

Στην εκκλησία, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ' αργαστήρι, στο κάστρο, στην καρδιά, παντού, στ' αποκαΐδια, απρίλης!

Και σα θεών αγάλματα θαματουργά πλασμένα να ηχολογάνε μουσικά, σαν τα φιλή ο κυρ Ήλιος, (Απόλλωνας αυτός, Χριστός θαρρώ, ή Διόνυσος νομίζω·

Ορφέας λένε οι πυρές όλοι τους ένας είναι) και σα χλωρά ισκερόδεντρα που δεν τους απολείπουν ζαχαροστάλαχτοι καρποί χειμώνα καλοκαίρι, να! να! ο ψωμάς, και να ο χαλκιάς, να και η γυναίκα, να τα, τα παλληκάρια, οι λειτουργοί, να του ρυθμού οι τεχνίτες, του Λόγου να οι προφήτες!

Κι όταν τριγύρω σου οι φωτιές ανάψουν πάλε οι πλάστρες, ξαναζωντάνεψε κ' εσύ και ρίξου, ω φλόγα, ω φλόγα, και κύλησε και πέρασε στα διάπλατα της χώρας, και στης ψυχής τ' απόβαθα, και πλάσε τα και ζήσ' τα, γιομάτα ροδοκόκκινα παιδιά τα καρδιοχτύ- πια, και πλάσε τους και ζήσε τους κάποιους καημούς πατέρες, και κάποιες γνώμες πλάσε τις και ζήσε τις μητέρες, και κάμε αδέρφια τα όνειρα και τα έργα!

Εμπρός, τραγούδι!

Σβυσμένες όλες οι φωτιές, τραγούδι των ηρώων!