Ασφαλιστικό ΝΑΙ, τεύχος 156, Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2015
Την ιστορία του Ελληνισμού των παραλίων της Μικράς Ασίας περιγράφει με γλαφυρό τρόπο ο συγγραφέας Πέτρος Μεχτίδης στο βιβλίο του τα «Παράλια της Μικράς Ασίας» Ελλήνων Μνήμες, αποσπάσματα από το οποίο φιλοξενεί το Ασφαλιστικό ΝΑΙ. Στο βιβλίο παρουσιάζεται η ιστορία του Ελληνισμού των παραλίων της Μικράς Ασίας. Όπως τονίζει ο συγγραφέας, σκοπός όμως δεν είναι η παρουσίαση της ζωής μόνο των χιλιάδων Ελλήνων της Σμύρνης, του Μπουρνόβα και του Αϊδινίου, αλλά και των λίγων δεκάδων που έζησαν στους Σαράντα και τη Σταδιά της Μαρμαρίδας ή των πέντε στους Φούρνους της Λυκίας. Με το όνομα «Μικρά Ασία» ορίζεται η περιοχή η οποία στα βόρεια βρέχεται από τον Ελλήσποντο, την Προποντίδα και τον Εύξεινο Πόντο, στα δυτικά από το Αιγαίο και στα νότια από τη Μεσόγειο.
Τα βιλαέτια και οι σημαντικές πόλεις
Το σαντζάκι Βίγας εκτείνεται περίπου στην περιοχή της αρχαίας Τρωάδας. Δημιουργήθηκε το 1888, όταν αποσπάστηκε από το βιλαέτι Προύσας και τέθηκε στη δικαιοδοσία του Υπουργείου Εσωτερικών. Οι κάτοικοι του σαντζακίου αντιμετώπιζαν προβλήματα από την ελονοσία αλλά και από τις επιδημίες (κυρίως ευλογιά) λόγω ελλιπούς υγιεινής των πόλεων και ανυπαρξίας ιατρικής περίθαλψης. Η περιοχή δοκιμάστηκε από τις πλημμύρες του Σκαμάνδρου και του Ροδίου το Φεβρουάριο του 1889 και από καταστροφικό σεισμό τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς και το 1912. Στο σαντζάκι παράγονταν δημητριακά, σουσάμι, φασόλια, ρεβίθια, ελιές και σταφύλια. Από τα πολλά γνωστά μεταλλεία, εκμετάλλευση γινόταν μόνο σε δύο: στο μεταλλείο χρυσού στο Οσμανλάρ και στο μεταλλείο αργυρούχου μολύβδου και χαλκού από τον Αμερικανό υποπρόξενο στο Τσανάκκαλε Calvert, γνωστό από τις ανασκαφές του στην Τροία πριν από τον Σλήμαν. Το σαντζάκι ήταν ιδιαίτερα γνωστό από τα «τσανακλήδικα» αγγεία, τα κατασκευασμένα στο Τσανάκκαλε. Οι Ελληνίδες και οι Αρμένισσες διακρίνονταν στα εργόχειρα, τα οποία και εξάγονταν στην Ευρώπη και την Αίγυπτο. Η πρωτεύουσα του σαντζακίου Τσανάκκαλε (επίσημο όνομα Καλέι Σουλτανίε) πήρε το όνομά της από τα αγγεία που παράγονταν εδώ («το κάστρο των αγγείων»). Το όνομα Δαρδανέλια προήλθε από τους Ευρωπαίους που ταύτισαν την πόλη με τη γειτονική Δάρδανο. Οι πρώτοι κάτοικοι του Τσανάκκαλε ήταν προφανώς οι Τούρκοι φρουροί των οχυρών που χτίστηκαν το 17ο αιώνα από τον Μεγάλο Βεζύρη Μεχμέτ Κιοπρούλη για να προστατεύουν το στενό.
Οι πρώτοι ‘Ελληνες εμφανίζονται στα τέλη του 17ου αιώνα.
Η εμπορική και -κυρίως- στρατιωτική σημασία της πόλης φαίνεται από την ύπαρξη υποπροξενείων και προξενικών πρακτόρων από τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, μεταξύ αυτών και της Ελλάδας. Οι Έλληνες κάτοικοί της κατάγονταν από τη Θράκη, την Καλλίπολη και τη Ραιδεστό και ήταν 7.000 (επί συνόλου 20.000). Από τις υπόλοιπες πόλεις του σαντζακίου, το Ερένκιοϊ ή Ρέγκιοϊ είχε αμιγή ελληνικό πληθυσμό 5.000 κατοίκων. Άλλες πόλεις με λιγότερους Έλληνες ήταν το Γενίσεχιρ (3.000), η Βίγα και το Εζινέ με περίπου 2.000, η Λάμψακος, καθώς και περίπου είκοσι οικισμοί με λίγες δεκάδες Έλληνες κατοίκων.
Το βιλαέτι Προύσας εκτείνεται από τις ακτές του Αιγαίου (κόλπος του Αδραμυττίου) έως το Εσκή Σεχίρ, το Αφιόν Καραχισάρ στα ανατολικά και την Προποντίδα (αλλιώς Θάλασσα του Μαρμαρά) στα βόρεια. Στο βιλαέτι περιλαμβάνεται η Μυσία, μέρος της Βιθυνίας και της Φρυγίας. Επίσης είναι γνωστό ως Χουδαβενδικιάρ από το όνομα που δόθηκε στον σουλτάνο Μουράτ Α’ («νικητής, κύριος»). Το γόνιμο έδαφος και οι καλές συγκοινωνίες (το σιδηροδρομικό δίκτυο και τα λιμάνια στην Προποντίδα και το Αιγαίο) συνέβαλαν σημαντικά στην ανάπτυξη της γεωργίας. Τα σημαντικότερα προϊόντα ήταν σιτάρι, σταφύλια και κρασί (γνωστά κρασιά του Ολύμπου και της Αρτάκης), όπιο, ελιές και
βαμβάκι. Ελιές καλλιεργούνταν κυρίως στο Αϊβαλί και το Αδραμύττιο, όπου η ετήσια παραγωγή έφτανε για το Αϊβαλί τις 24.000.000 οκάδες, όταν ολόκληρη η Ελλάδα το 1912 παρήγαγε 33.000.000. Σε πολλά από τα μεταλλεία του βιλαετίου, οι εργάτες προέρχονταν από τον Πόντο, οι οποίοι άφησαν τον τόπο τους, όταν έκλεισαν τα εκεί μεταλλεία. Ο ελληνικός πληθυσμός συγκεντρωνόταν κυρίως στα παράλια του Αιγαίου, στα παράλια της Προποντίδας και στα μεγάλα εμπορικά κέντρα (από τους περίπου 420.000, οι Έλληνες ήταν 345.000).
Το βιλαέτι Σμύρνης (έκταση 54.000 τετρ. χιλιομ.) εκτείνεται στο κέντρο των παραλίων της δυτικής Μικράς Ασίας, με βόρειο όριο την περιοχή νότια από το Αϊβαλί και νότιο/νοτιοδυτικό τον κόλπο της Μάκρης, στη δυτική Λυκία. Στο εσωτερικό τα όριά του είναι το Ντεμιρτζί και το Ντενιζλί. Στο βιλαέτι περιλαμβάνεται μέρος της Αιολίδας, η Ιωνία, η Λυδία, η Φρυγία, η Καρία και μέρος της Λυκίας.
Η μεγάλη αγροτική παραγωγή διοχετευόταν προς το λιμάνι της Σμύρνης, ιδίως μετά την κατασκευή του σιδηροδρομικού δικτύου. Οι σημαντικότερες καλλιέργειες ήταν αμπέλια, συκιές και ελιές. Αμπέλια καλλιεργούσαν οι Έλληνες (κατείχαν το 75% της παραγωγής) κυρίως στις κοιλάδες του Έρμου και του Καΰστρου. Η παραγωγή σουλτανίνας έφτανε το 1.000.000 καντάρια (56.000 τόνοι). Η καλλιέργεια συκιών ανήκε σε ποσοστό 80% σε Έλληνες της κοιλάδας του Μαιάνδρου και η παραγωγή έφτανε έως τα 400.000 καντάρια. Στην επεξεργασία (αποξήρανση, συσκευασία) των εξαγόμενων «Smyrna figs» δούλευαν 30.000, κυρίως Ελληνίδες, εργάτριες. Σιτηρά καλλιεργούνταν στην περιοχή του Ντενιζλί, κριθάρι (για την παραγωγή μπύρας) στην κοιλάδα του Έρμου. Η προοδευτικότητα των Ελλήνων αγροτών φαίνεται από τις πωλήσεις σύγχρονων αλωνιστικών μηχανημάτων. Από τις 29 που πουλήθηκαν μία χρονιά, στο βιλαέτι οι Έλληνες αγόρασαν τις 15, οι Τούρκοι τις 9 και τις υπόλοιπες Ευρωπαίοι.
Στους καζάδες Μάκρης και Κόιτζε λειτουργούσαν μεταλλεία χρωμίου της Patterson & Co, μεταλλεία μαγγανίου κ.λπ. Συνολικά στο βιλαέτι Σμύρνης η ετήσια παραγωγή χρωμίου ξεπερνούσε τους 13.000 τόνους (1913). Άλλα μεταλλεία, τα οποία εκμεταλλεύονταν Έλληνες και Άγγλοι, ήταν της σμύριδας (οίκος Αbott) και του υδραργύρου (οίκος James Whital).
Το βιλαέτι της Σμύρνης αποτελεί αναμφισβήτητα το κατ’ εξοχήν παράδειγμα «ελληνοκατοικημένης» περιοχής της Μικράς Ασίας, όπως τουλάχιστον έχει αποτυπωθεί σε δεκάδες μελέτες. Η πραγματικότητα ίσως απέχει κάπως από τη λαμπρότητα της «Σμύρνης των απίστων». Αυτή η τεράστια σε έκταση περιοχή περικλείει νησίδες ελληνορθόδοξων κοινοτήτων, νησίδες άλλοτε πράγματι πολύ μεγάλες, άλλοτε μικρές, χαμένες ανάμεσα σ’ ένα μουσουλμανικό πληθυσμό, ο οποίος, εκτός από τη Σμύρνη, πλειοψηφεί πάντα. Τα στατιστικά στοιχεία για το βιλαέτι Σμύρνης αποτέλεσαν ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί στις ελληνικές διεκδικήσεις στο συνέδριο του Παρισιού, μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν είναι φυσικά τυχαία τα όρια της διεκδίκησης του Ελευθερίου Βενιζέλου στο περίφημο υπόμνημά του στις 17 Δεκεμβρίου 1918: Το βιλαέτι Σμύρνης, (πλην του σαντζακίου Ντενιζλί) και το σαντζάκι Μπαλικεσίρ του βιλαετίου Προύσας, περιοχή με πληθυσμό Ελλήνων 818.221. Ούτε βέβαια τα όρια της περιοχής που παραχωρήθηκε στην Ελλάδα με τη συνθήκη των Σεβρών απέχουν πολύ από τα όρια του σαντζακίου της Σμύρνης. Στην πραγματικότητα ελάχιστοι ήταν αυτοί που δεν έβλεπαν, αν έβλεπαν αντικειμενικά, ότι αν η Ελλάδα «έπρεπε» να επεκταθεί στη Μικρά Ασία, αυτό θα γινόταν τουλάχιστον γύρω από τη Σμύρνη. Το βιλαέτι της Σμύρνης με τις 340 εκκλησίες, τους 586 ιερείς, τα 403 ελληνικά σχολεία, τους 1.287 δασκάλους και τους 56.525 μαθητές ήταν το ελάχιστο που μπορούσε να διεκδικήσει τότε η Ελλάδα.
Βορειότερα της Σμύρνης, στα όρια περίπου με το βιλαέτι της Προύσας, συναντούμε τη Φώκαια (Παλαιά και Νέα), την Πέργαμο με το επίνειό της το Δίκελι (Ντικιλί). Οι αποικισμοί του 17ου και 18ου αιώνα οδήγησαν σε αύξηση του πληθυσμού των δύο κοινοτήτων της Φώκαιας. Το κρασί της περιοχής, από μαύρα χοντρά σταφύλια, ήταν ξακουστό και από το λιμάνι της πόλης εξάγονταν επίσης σταφύλια, λάδι και φρούτα.
Η Πέργαμος, ογδόντα χιλιόμετρα βόρεια της Σμύρνης, αποτέλεσε σημαντικό κόμβο για τα χωριά της ευρύτερης περιοχής λόγω της θέσης στις οδούς προς τη Σμύρνη και τη Μαγνησία. Όμως ο ελληνικός πληθυσμός είναι λίγος και συγκεντρώνεται μόνο σε λίγες κοινότητες, ανάμεσα στα 163 χωριά του καζά Περγάμου (ενδεικτικά Ντικιλί 4.000 Έλληνες, Αγιασμάτι 650, Τσανταρλί 1.200). Στην Πέργαμο, η ελληνική συνοικία βρισκόταν στους πρόποδες της ελληνιστικής ακρόπολης πάνω από το βυζαντινό ναό της Αγίας Σοφίας (μετέπειτα Ουλού τζαμί).
Αφήνοντας πίσω τα πλούσια παράλια του Αιγαίου και τη λαμπρότητα της Σμύρνης, συναντούμε το γνωστό και από αλλού σκηνικό: ακμάζουσες κοινότητες ως εμπορικά κέντρα ή ως συγκοινωνιακοί κόμβοι ανάμεσα σε μικρότερα χωριά. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η Μενεμένη και το Νυμφαίο, που παίζουν το ρόλο του μεσάζοντα ανάμεσα στην πλούσια ενδοχώρα και το λιμάνι της Σμύρνης. Γύρω από τη Μενεμένη (αλλιώς Μαινεμένη ή Μαιλεμένη) των 5.300 Ελλήνων συναντάμε 45 χωριά από τα οποία μόλις δέκα με ελληνικό πληθυσμό, και γύρω από το Νυμφαίο των 2.500 Ελλήνων λιγότερα.
Νοτιότερα στο σαντζάκι Αϊδινίου υπήρχε η ακμάζουσα ελληνική κοινότητα του Αϊδινίου, πρωτεύουσα του βιλαετίου έως το 1871. Οι μικρότερες ελληνικές κοινότητες βρίσκονταν συγκεντρωμένες κυρίως γύρω από το Αϊδίνι και τα Σώκια (η Μαιανδρούπολη των λογίων). Το ποσοστό των Ελλήνων σε αυτή την περιοχή κυμαινόταν από 29 έως 66,4%. Αντίθετα στα νότια, στους καζάδες Μπόζντογαν και Τσίνε, οι Έλληνες ήταν μόλις 1.000 και 600 αντίστοιχα. Εξίσου λίγοι ζούσαν στην Τσίνε (150 ανάμεσα σε 8.000 Τούρκους). Οι Έλληνες του Αϊδινίου, περίπου 6.000, ζούσαν σε δική τους συνοικία στα ανατολικά της πόλης, όπου πολλά από τα σπίτια είχαν κήπους με πορτοκαλιές. Το Αϊδίνι υπήρξε το εμπορικό κέντρο της περιοχής (καλλιεργούνταν βαμβάκι, συκιές, δημητριακά, αμπέλια) και είχε πλήθος εργοστασίων (εκκοκιστήρια, μύλοι, βυρσοδεψεία).
Από τα χωριά του καζά, αυτά με τις πιο ακμαίες ελληνικές κοινότητες ήταν το Μουρσαλί (1.400), το Κοτσαρλί (1.000) και το Καράπιναρ (924). Στα δυτικά του Αϊδινίου συναντάμε τη Νέα Έφεσο (Κουσάντασι), το άσημο Αγιασολούκ -στα ερείπια της Εφέσου- και τον διάσημο Κιρκιντζέ, όπου διαδραματίζονται τα «Ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου, το πιο γνωστό μυθιστόρημα με θέμα παρμένο από τη Μικρά Ασία.
Εξαίρεση στον κανόνα που θέλει την πολυπληθέστερη πόλη ενός καζά να είναι η πρωτεύουσά του αποτελεί η περίπτωση του Λιβισίου, λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα της Μάκρης. Γνωστό ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα και από τον Charles Fellows ως σημαντικότερη πόλη της περιοχής, έφτασε στις αρχές του 20ού αιώνα να έχει πληθυσμό 4.500 κατοίκους ή σύμφωνα με άλλες πηγές 6.000. Το Λιβίσι είναι ένα από τα λιγοστά παραδείγματα οικισμών των παραλίων της Μικράς Ασίας που είναι γνωστή η προέλευσή τους από προγενέστερο βυζαντινό οικισμό. Πιθανότητα ιδρύθηκε κατά το 13ο αιώνα από τους κατοίκους της Λεβισσού. Η Λεβισσός ταυτίζεται με το γνωστό ως «νησί του Αγίου Νικολάου» των ντόπιων ή το Περδικονήσι των μεσαιωνικών πορτολάνων. Εγκαταλείφθηκε (για το φόβο των πειρατών;) και οι κάτοικοί του κατέφυγαν στο εσωτερικό, επανιδρύοντας νέο οικισμό, το όνομα του οποίου άλλαξε στο πέρασμα των χρόνων σε Λιβίσι. Στο Λιβίσι σώζονται σήμερα σε καλή κατάσταση πλήθος μικρών εκκλησιών και τρεις μεγαλύτερες: η Αγία Άννα, η Παναγία Πυργιώτισσα και οι Ταξιάρχες.
Ο δύο τελευταίες αναστηλώνονται με έξοδα του Συλλόγου των Τούρκων τουριστικών πρακτόρων (TURSAB), στο πλαίσιο του προγράμματος «Anatolian 2000-Faith-Tourism), ενός προγράμματος για την ανάπτυξη του θρησκευτικού τουρισμού στην Τουρκία. Μάλιστα τους δύο ναούς επισκέφθηκε τον Αύγουστο του 2000 ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, όπου και λειτούργησε.
Η παρουσίαση των σημαντικότερων πόλεων και χωριών, με κριτήριο κυρίως τον αριθμό των Ελλήνων κατοίκων ανά βιλαέτι, σαντζάκι και καζά ίσως φαίνεται κάπως κουραστική, όμως οι ελληνικές κοινότητες που αναφέρθηκαν αποτελούν ένα μικρό μόνο και αντιπροσωπευτικό δείγμα του συνολικού αριθμού των ελληνικών κοινοτήτων που περιλαμβάνονταν στα παράλια της Μικράς Ασίας. Μόνο στο σαντζάκι της Σμύρνης έχουν καταγραφεί 669 χωριά, τα περισσότερα κατοικημένα από Έλληνες, στο βιλαέτι Σμύρνης 49 πόλεις και 2.822 χωριά, στο βιλαέτι Προύσας 65 πόλεις και 3.059 χωριά και στο σαντζάκι Αττάλειας 9 πόλεις και 469 χωριά.
Θα ήταν φυσικά πολύ πιο κουραστικό, έστω και να αναφερθούν αυτές οι χιλιάδες των οικισμών. Ίσως κάποτε συνταχθεί μια εγκυκλοπαίδεια του Μικρασιατικού Ελληνισμού, όπου θα μαρτυρούνται όλοι οι ελληνικοί οικισμοί με σκοπό τη βοήθεια σε ερευνητές αλλά και σε μη ειδικούς… Ευσεβείς πόθοι; Ελπίζω να διαψευστώ…
Η εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση
«Κανένας άλλος λαός δεν καταβάλλει τόσες προσπάθειες για τη μόρφωση των παιδιών του, όσο οι Έλληνες της Τουρκοκρατούμενης Μικράς Ασίας. Σε κάθε πόλη ή χωριό, το σχολείο είναι η “μεγάλη υπόθεση”. Οι έμποροι και οι επαγγελματίες, μετά τις εμπορικές τους συναλλαγές και δοσοληψίες, θα συζητήσουν μόνο για τα σχολεία και τις παιδαγωγικές μεθόδους που πρέπει να εφαρμόζονται. Το πρώτο πράγμα που θα κάνουν, όταν κάποιος ξένος φθάσει στην πόλη ή το χωριό τους, είναι να τον οδηγήσουν στο σχολείο τους».
Elisee Reclus
Αυτό το απόσπασμα από τη Γεωγραφία του Γάλλου γεωγράφου συμπυκνώνει όλη την αλήθεια της προσπάθειας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και ειδικά των παραλίων, για να χτιστούν σχολεία όλων των βαθμίδων, σε κάθε πόλη και χωριό, στη Σμύρνη, στο Αϊβαλί και τα Βουρλά, στο Λιβίσι, στη Σταδιά και στο Μυρί.
Ο Μικρασιάτης Γιώργος Σεφέρης, από τη Σμύρνη και στη Σκάλα Βουρλών, περιγράφει τα τραγικά γεγονότα του 1922
Το σπίτι κοντά στη θάλασσα
Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε να 'ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί· κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά κάποτε δεν τα βρίσκει· το κυνήγι ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια·οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια.
Μη μου μιλάς για τ' αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της· δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου, κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες γυαλιστερές πάνω στη μέρα· όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν, ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν μ' εκείνους που έμειναν μ' εκείνους που έφυγαν μ' άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.
Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια, θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους καμιά φορά, σα σταματήσω· ακόμη καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές μ' ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι πως κάποιος ετοιμάζεται να 'ρθει, πως τον στολίζουν μ' άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες, πως ετοιμάζεται να 'ρθει να μ' αποχαιρετήσει· ή, μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά, Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια, από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα, με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα, πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ' τη σκάλα.
Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.
Πηγή: Παράλια της Μικράς Ασίας Ελλήνων μνήμες του Πέτρου Μεχτίδη.To βιβλίο διατίθεται από τις Εκδόσεις Μίλητος